- σκολιοπλανής
- σκολῐο-πλᾰνής, ές,A darting aslant,
κεράσται Nic.Th.318
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεράσται Nic.Th.318
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκολιοπλανής — ές, Α αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί με πλάγιο τρόπο, λοξοδρομώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «λοξός» + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. βιο πλανής] … Dictionary of Greek
σκολιοπλανέες — σκολιοπλανής darting aslant masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)